αποθυμώ

αποθυμώ
(-άω)
επιθυμώ πολύ κάτι που μου λείπει, λαχταρώ, νοσταλγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του επιθυμώ (πρβλ. και πεθυμώ, πιθυμώ, ποθυμώ) με παρετυμολογική επίδραση συνθέτων με το προρρηματικό από- ή πιθ. του ρ. ποθώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποθυμώ — αποθυμάω / αποθυμώ, αποθύμησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποθυμιά — η [αποθυμώ] η σφοδρή επιθυμία για κάτι που λείπει, η νοσταλγία …   Dictionary of Greek

  • αποθυμάω — / αποθυμώ, αποθύμησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”